bn:00022412n
Noun Concept
Categories: Οικιακή οικονομία, Μαγειρική
EL
μαγειρική  μαγείρεμα  παρασκευή  μαγειρεμένα  μαγειρικής
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της προετοιμασίας και παρασκευής φαγητού Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα της προετοιμασίας και παρασκευής φαγητού Greek Open Multilingual WordNet
Μαγειρική είναι η διαδικασία της προετοιμασίας τροφίμων με τη χρήση της θερμότητας. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
WordNet Translations
Wikipedia Translations