bn:00034866n
Noun Concept
Categories: Αλιευτικά εργαλεία
EL
αλιευτικό εργαλείο  σύνεργα ψαρικής  σύνεργα αλιείας  αλιευτικά εργαλεία  εξέδρας αλιεία
EL
Σύνεργα που χρησιμοποιούνται για ψάρεμα Greek Open Multilingual WordNet
English:
fishing
Definitions
Relations
Sources
EL
Σύνεργα που χρησιμοποιούνται για ψάρεμα Greek Open Multilingual WordNet
Γενικά με τον όρο αλιευτικό εργαλείο χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε μέσον με το οποίο επιχειρείται οποιοδήποτε είδος αλιείας. Wikipedia