bn:00035721n
Noun Concept
EL
πεζογέφυρα  γέφυρα πεζών  γεφυράκι  overcrossing  γέφυρα πόδι
EL
Γέφυρα η οποία έχει σχεδιαστεί για τους πεζούς Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources