bn:00035738n
Noun Concept
EL
μονοπάτι  δρομάκι  κοινό μονοπάτι  μονοπάτια
EL
Το στενό δρομάκι που ανοίγεται σε υπαίθρια περιοχή από τη συχνή διάβαση ανθρώπων ή ζώων από το σημείο αυτό και στο οποίο μπορεί να βαδίζει ένας μόνο άνθρωπος ή ζώο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το στενό δρομάκι που ανοίγεται σε υπαίθρια περιοχή από τη συχνή διάβαση ανθρώπων ή ζώων από το σημείο αυτό και στο οποίο μπορεί να βαδίζει ένας μόνο άνθρωπος ή ζώο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations