bn:00036027n
Noun Concept
Categories: Ορυκτά καύσιμα
EL
ορυκτά καύσιμα  ορυκτό καύσιμο  φυσικό καύσιμο  ενέργειας ορυκτά καύσιμα  ορυκτών καυσίμων
EL
Κάθε καύσιμο που προέρχεται από απομεινάρια απολιθωμάτων, όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο άνθρακας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε καύσιμο που προέρχεται από απομεινάρια απολιθωμάτων, όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο άνθρακας Greek Open Multilingual WordNet
Τα ορυκτά καύσιμα είναι καύσιμα προερχόμενα από φυσικές πηγές όπως αναερόβια αποσύνθεση νεκρών θαμμένων οργανισμών. Wikipedia