bn:00037609n
Noun Concept
EL
πολύτιμος λίθος  κόσμημα  πολύτιμους λίθους
EL
Το ορυκτό που λόγω της διαφάνειας, της λάμψης ή και της σκληρότητάς του χρησιμοποιείται για την κατασκευή κοσμημάτων ή τη διακόσμηση αντικειμένων και έχει μεγάλη αξία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το ορυκτό που λόγω της διαφάνειας, της λάμψης ή και της σκληρότητάς του χρησιμοποιείται για την κατασκευή κοσμημάτων ή τη διακόσμηση αντικειμένων και έχει μεγάλη αξία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations