bn:00039712n
Noun Concept
EL
γένος Sophora  sophora  γένους sophora
EL
Γένος ευρέως διαδεδομένων δέντρων ή θάμνων που φέρουν παράξενα ακανθώδη φύλλα ή φανταχτερά λουλούδια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Γένος ευρέως διαδεδομένων δέντρων ή θάμνων που φέρουν παράξενα ακανθώδη φύλλα ή φανταχτερά λουλούδια Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations
EL