bn:00049450n
Noun Concept
EL
δέντρο Sophora tetraptera  kowhai  sophora tetraptera
EL
Θάμνος ή μικρό δέντρο της Νέας Ζηλανδίας και της Χιλής που έχει κρεμαστές και γερμένες βότρυες με σωληνοειδή χρυσοκίτρινα λουλούδια. Παράγει σκληρή και ανθεκτική ξυλεία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Θάμνος ή μικρό δέντρο της Νέας Ζηλανδίας και της Χιλής που έχει κρεμαστές και γερμένες βότρυες με σωληνοειδή χρυσοκίτρινα λουλούδια. Παράγει σκληρή και ανθεκτική ξυλεία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations
EL