bn:00040259n
Noun Concept
Categories: Φυσική γεωγραφία, Τεκτονικές πλάκες, Δομή της Γης
EL
λιθόσφαιρα  γεώσφαιρα  ηπειρωτικής λιθόσφαιρας  λιθοσφαιρικών
EL
(γεωλ.) το σύνολο των πετρωμάτων που αποτελούν το στερεό φλοιό της γης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(γεωλ.) το σύνολο των πετρωμάτων που αποτελούν το στερεό φλοιό της γης Greek Open Multilingual WordNet
Λιθόσφαιρα είναι το άκαμπτο εξωτερικό κέλυφος ενός πλανήτη γήινου τύπου, ή ενός φυσικού δορυφόρου, που καθορίζεται από τις άκαμπτες μηχανικές του ιδιότητες. Wikipedia