bn:00040956n
Noun Concept
EL
ηλικιωμένος  γέροντας  γέρος  ανώτερος πολίτης  golden ager
EL
Ο άνδρας που είναι προχωρημένης ηλικίας ,που βρίσκεται στη γεροντική ηλικία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο άνδρας που είναι προχωρημένης ηλικίας ,που βρίσκεται στη γεροντική ηλικία Greek Open Multilingual WordNet