bn:00043099n
Noun Concept
Categories: Ψυχοτρόπες ουσίες
EL
χασίς  Χασικλής  Χασισοποτία  Χασισοπότης  haschisch
EL
Ναρκωτικό που παράγεται από τα άνθη του φυτού ινδική κάνναβη, τα οποία καπνίζονται, μασιούνται ή εισπνέονται Greek Open Multilingual WordNet
English:
drug
Definitions
Relations
Sources
EL
Ναρκωτικό που παράγεται από τα άνθη του φυτού ινδική κάνναβη, τα οποία καπνίζονται, μασιούνται ή εισπνέονται Greek Open Multilingual WordNet
Με τον όρο χασίς ή χασίσι εννοείται το συμπυκνωμένο στερεό παρασκεύασμα που προέρχεται από το φυτό Κάνναβη. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations