bn:00044539n
Noun Concept
EL
νοικοκυρά  οικοκυρά  γυναίκα  οικονόμος  οικοδέσποινα
EL
Γυναίκα που ασχολείται με τα οικιακά ενώ ο άντρας της φέρνει στο σπίτι το εισόδημα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources