bn:00044775n
Noun Concept
Categories: Ανατομία ζώων, Ζωικά προϊόντα
EL
κέρατο
EL
Κάθε σκληρή οστεοειδής και συνήθ. κοίλη έκφυση, που αναπτύσσεται μόνιμα και συχνά ζευγαρωτά στο κεφάλι συγκεκριμένων θηλαστικών Greek Open Multilingual WordNet
English:
zoology
animal anatomy
anatomy
biology
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε σκληρή οστεοειδής και συνήθ. κοίλη έκφυση, που αναπτύσσεται μόνιμα και συχνά ζευγαρωτά στο κεφάλι συγκεκριμένων θηλαστικών Greek Open Multilingual WordNet
To κέρατο είναι αιχμηρή προεξοχή στο κεφάλι διαφόρων ζώων. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Translations