bn:00046154n
Noun Concept
EL
αδυναμία  ανημποριά  ανικανότητα  αδυναμίας
EL
Η εξασθένιση των σωματικών ή ψυχικών δυνάμεων. Η έλλειψη ικανότητας ή ικανοτήτων και δύναμης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η εξασθένιση των σωματικών ή ψυχικών δυνάμεων. Η έλλειψη ικανότητας ή ικανοτήτων και δύναμης Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations