bn:00047080n
Noun Concept
Categories: Τραπεζική, Χρηματοοικονομικά
EL
τόκος  ενδιαφέρον  επιτόκιο  συμφέρον
EL
Το επιτόκιο, η πάγια χρηματική επιβάρυνση για τα δανειζόμενα χρήματα Greek Open Multilingual WordNet
English:
finance
economics
money
Definitions
Relations
Sources
EL
Το επιτόκιο, η πάγια χρηματική επιβάρυνση για τα δανειζόμενα χρήματα Greek Open Multilingual WordNet
Τόκος είναι η αποζημίωση σε χρήματα που είναι υποχρεωμένος να δώσει ο οφειλέτης στο δανειστή για ορισμένη ποσότητα χρηματικού δανείου που πήρε για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary