bn:00047360n
Noun Concept
Categories: Χρηματοοικονομικά, Μορφές χρηματοδότησης
EL
επένδυση  Επενδυτικό ταμείο  fund  επενδυτικά κεφάλαια  επενδυτικό όχημα
EL
Λεφτά που επενδύονται σε κάποιο χώρο με την προσδοκία ότι θα αποφέρουν κέρδος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Λεφτά που επενδύονται σε κάποιο χώρο με την προσδοκία ότι θα αποφέρουν κέρδος Greek Open Multilingual WordNet
Επενδυτικό ταμείο ή Fund ονομάζεται τρόπος επένδυσης χρημάτων μαζί με άλλους επενδυτές, προκειμένου να επωφεληθούν από τα εγγενή πλεονεκτήματα της εργασίας ως μέρος ενός συνόλου, όπως η μείωση των κινδύνων της επένδυσης σε σημαντικό ποσοστό. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Redirections
EL
WordNet Translations