bn:00047367n
Noun Concept
EL
επενδυτής  επενδυτές
EL
Κάποιος που επενδύει κεφάλαιο για να έχει οικονομικά κέρδη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάποιος που επενδύει κεφάλαιο για να έχει οικονομικά κέρδη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations