bn:00047651n
Noun Concept
Categories: Οργανική χημεία
EL
ισομερές  ισομέρεια  ένωση ισομερής  ισομερισμός  στερεοϊσομέρεια
EL
Γενικά ο όρος ισομέρεια σημαίνει κατανομή σε ίσα μέρη. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Γενικά ο όρος ισομέρεια σημαίνει κατανομή σε ίσα μέρη. Wikipedia
το φαινόμενο κατά το οποίο δύο ή περισσότερες χημικές ενώσεις αν και αποτελούνται από τα ίδια χημικά στοιχεία, του αυτού αριθμού ατόμων εκάστου, δηλαδή έχουν τον ίδιο μοριακό τύπο, εντούτοις παρουσιάζουν διαφορές στις φυσικές ή χημικές ιδιότητές τους Wikidata
Wikipedia
Wiktionary
OmegaWiki
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations