bn:00050151n
Noun Concept
Categories: Μεταλλοτεχνία, Ξύλο, Μηχανές
EL
τόρνος  τόρνο  τόρνους
EL
Εργαλειομηχανή που δίνει σε ένα κομμάτι από ξύλο ή σίδερο λεία και καμπύλη επιφάνεια Greek Open Multilingual WordNet
English:
tool
Definitions
Relations
Sources
EL
Εργαλειομηχανή που δίνει σε ένα κομμάτι από ξύλο ή σίδερο λεία και καμπύλη επιφάνεια Greek Open Multilingual WordNet
Ο τόρνος είναι μηχανή που χρησιμοποιείται για την μορφοποίηση μετάλλου, ξύλου κ.τ.λ. με την σύσφιξή του σε συσκευή συγκράτησης και με την περιστροφή του κάτω από ισχύ κατάλληλου εργαλείου κοπής για περιστροφή, διάτρηση, διαμόρφωση πρόσοψης, κατασκευή σπειρώματος κ.λ.π. Η διαδικασία της επεξεργασίας με τόρνο ονομάζεται τόρνευση. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations