bn:00050600n
Noun Concept
EL
όσπριο
EL
Ο ξηρός, πλούσιος σε άμυλο, εδώδιμος καρπός φυτών με σημαντική θρεπτική αξία, όπως τα φασόλια, η φακή, τα ρεβίθια, ο αρακάς κ.ά. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο ξηρός, πλούσιος σε άμυλο, εδώδιμος καρπός φυτών με σημαντική θρεπτική αξία, όπως τα φασόλια, η φακή, τα ρεβίθια, ο αρακάς κ.ά. Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet