bn:00051291n
Noun Concept
Categories: Γραμμές
EL
γραμμή  ευθεία  ευθεία γραμμή  σημεία συγγραμμικά
EL
(γεωμ.) το σύνολο των θέσεων που παίρνει ένα σημείο που κινείται Greek Open Multilingual WordNet
English:
math
mathematics
geometry
Definitions
Relations
Sources