bn:00051790n
Noun Concept
EL
ανταπεργία  lockout  lock-out
EL
Άρνηση της εργοδοσίας να συνεχίσει να προσφέρει εργασία, προκειμένου να εξαναγκάσει τους (απεργούς) εργαζόμενους να δεχτούν τους όρους της Greek Open Multilingual WordNet
English:
industry
Definitions
Relations
Sources
EL
Άρνηση της εργοδοσίας να συνεχίσει να προσφέρει εργασία, προκειμένου να εξαναγκάσει τους (απεργούς) εργαζόμενους να δεχτούν τους όρους της Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
EL
Wikipedia Translations