bn:00060209n
Noun Concept
Categories: Μηχανικά εργαλεία χειρός, Ραπτική
EL
ψαλίδι
EL
Εργαλείο του χεριού που αποτελείται από δύο μεταλλικές λεπίδες και χρησιμεύει για να κόβουν διάφορα αντικείμενα όπως υφάσματα, χαρτιά, κλωστές κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Εργαλείο του χεριού που αποτελείται από δύο μεταλλικές λεπίδες και χρησιμεύει για να κόβουν διάφορα αντικείμενα όπως υφάσματα, χαρτιά, κλωστές κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Το ψαλίδι είναι χειροκίνητο εργαλείο, που χρησιμοποιείται για την κοπή μαλακών εύκαμπτων υλικών αλλά και μετάλλων. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations