bn:00054230n
Noun Concept
Categories: Χρωστικές, Πολυμερή
EL
μελανίνη  μελανίνης  eumelanin  phaeomelanin  pheomelanin
EL
Η σκουρόχρωμη χρωστική ουσία που καθορίζει το χρώμα του δέρματος, των μαλλιών και των ματιών στον άνθρωπο, στα άλλα σπονδυλωτά και σε πολλά είδη ασπόνδυλων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η σκουρόχρωμη χρωστική ουσία που καθορίζει το χρώμα του δέρματος, των μαλλιών και των ματιών στον άνθρωπο, στα άλλα σπονδυλωτά και σε πολλά είδη ασπόνδυλων Greek Open Multilingual WordNet
Η μελανίνη είναι μια οικογένεια χρωστικών που παράγονται από μια μεγάλη ποικιλία οργανισμών. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations