bn:00056119n
Noun Concept
Categories: Μυίδες
EL
ποντικός  ποντίκι  ποντίκια  ποντικού
EL
Μικρό τρωκτικό με οξύ ρύγχος, μακριά μουστάκια, μικρά αφτιά και μακριά, άτριχη ουρά, το οποίο ζει κυρίως στους αγρούς. Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
ζωολογία
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρό τρωκτικό με οξύ ρύγχος, μακριά μουστάκια, μικρά αφτιά και μακριά, άτριχη ουρά, το οποίο ζει κυρίως στους αγρούς. Greek Open Multilingual WordNet
Το ποντίκι Wikipedia
Σελίδα αποσαφήνισης εγχειρημάτων Wikimedia Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations