bn:00056819n
Noun Concept
Categories: Προϊόντα του πετρελαίου
EL
νάφθα
EL
Κάθε εύφλεκτο,πτητικό μίγμα υδρογονανθράκων που χρησιμοποιείται κυρίως ως μέσο αραίωσης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάθε εύφλεκτο,πτητικό μίγμα υδρογονανθράκων που χρησιμοποιείται κυρίως ως μέσο αραίωσης Greek Open Multilingual WordNet
Η νάφθα είναι ενδιάμεσο προϊόν διύλισης του πετρελαίου. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations