bn:00056820n
Noun Concept
Categories: Εντομοκτόνα, Μητρικές ενώσεις, C10, Πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες
EL
ναφθαλίνη  ναφθαλίνιο  ναφθοϋλ
EL
Στερεά, αρωματική, κρυσταλλική ουσία, με λευκό χρώμα, που προέρχεται από την πίσσα του ορυκτού άνθρακα και χρησιμοποιείται για την παραγωγή οργανικών προϊόντων και για την καταπολέμηση του σκόρου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Στερεά, αρωματική, κρυσταλλική ουσία, με λευκό χρώμα, που προέρχεται από την πίσσα του ορυκτού άνθρακα και χρησιμοποιείται για την παραγωγή οργανικών προϊόντων και για την καταπολέμηση του σκόρου Greek Open Multilingual WordNet
Το ναφθαλίνιο ή ναφθαλίνη είναι αρωματική οργανική χημική ένωση, που περιέχει άνθρακα και υδρογόνο, δηλαδή είναι αρωματικός υδρογονάνθρακας, με μοριακό τύπο C10H8. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
Wikipedia Redirections
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations