bn:00026107n
Noun Concept
Categories: Καταναλωτής (οικονομία), Ορολογία οικονομικών, Κίνητρο, Μάρκετινγκ
EL
ανάγκη  ζήτηση  ανάγκες
EL
Η κατάσταση που επιβάλλεται από συγκεκριμένες συνθήκες, η ανάγκη βοήθειας Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
κοινωνία
Definitions
Relations
Sources
EL
Η κατάσταση που επιβάλλεται από συγκεκριμένες συνθήκες, η ανάγκη βοήθειας Greek Open Multilingual WordNet
Γενικά ο όρος ανάγκη, κατ΄ έννοια, είναι για τον άνθρωπο το δυσάρεστο συναίσθημα της έλλειψης, το οποίο και συνοδεύεται από την επιθυμία της εξάλειψής του, που ικανοποιείται με την παραγωγή υλικών αντικειμένων και υπηρεσιών που ονομάζονται αγαθά. Wikipedia
Ως κοινωνική έννοια. Wikipedia Disambiguation
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations