bn:00058355n
Noun Concept
Categories: Μπαχαρικά, Εθνικά σύμβολα της Γρενάδας, Μυριστικοειδή, Φαρμακευτικά φυτά
EL
μοσχοκάρυδο  Μοσχοκαρυδιά  μασίς
EL
Καρπός της μοσχοκαρυδιάς με έντονο διαπεραστικό άρωμα που χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό είτε τριμμένο είτε ψιλοκομμένο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Καρπός της μοσχοκαρυδιάς με έντονο διαπεραστικό άρωμα που χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό είτε τριμμένο είτε ψιλοκομμένο Greek Open Multilingual WordNet
Το μοσχοκάρυδο είναι ένα από τα δύο μπαχαρικά - το ​​άλλο είναι το μασίς - τα οποία προέρχονται από διάφορα είδη δέντρων του γένους Myristica. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wiktionary
Wikipedia Redirections