bn:00058763n
Noun Concept
EL
διυλιστήριο πετρελαίου  διύλιση πετρελαίου  Απόσταξη πετρελαίου  διυλιστήρια πετρελαίου  διύλισης πετρελαίου
EL
Εγκαταστάσεις όπου γίνεται ο καθαρισμός και ο εξευγενισμός του πετρελαίου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources