bn:00066806n
Noun Concept
Categories: Χημικές διεργασίες
EL
διυλιστήριο  διυλιστήρια
EL
Οι εγκαταστάσεις όπου γίνεται ο καθαρισμός ή ο εξευγενισμός διαφόρων ουσιών, καθώς και ο καθορισμός μιας ουσίας στα συστατικά της με απόσταξη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Οι εγκαταστάσεις όπου γίνεται ο καθαρισμός ή ο εξευγενισμός διαφόρων ουσιών, καθώς και ο καθορισμός μιας ουσίας στα συστατικά της με απόσταξη Greek Open Multilingual WordNet
Το διυλιστήριο πετρελαίου είναι μια βαριά εγκατάσταση βιομηχανικής επεξεργασίας όπου επεξεργάζεται το αργό πετρέλαιο και διυλίζεται σε πιο χρήσιμα προϊόντα όπως νάφθα, βενζίνη, καύσιμο ντίζελ, άσφαλτος, πετρέλαιο θέρμανσης, κηροζίνη και υγραέριο. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations