bn:00060536n
Noun Concept
EL
αλεξιπτωτιστής  parachuter
EL
Πρόσωπο που χρησιμοποιεί αλεξίπτωτο ( κυρίως κατά την πτώση από αεροσκάφος ) έχοντας λάβει ειδική εκπαίδευση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Πρόσωπο που χρησιμοποιεί αλεξίπτωτο ( κυρίως κατά την πτώση από αεροσκάφος ) έχοντας λάβει ειδική εκπαίδευση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations