bn:00019032n
Noun Concept
Categories: Στρατιωτικός εξοπλισμός, Αθλητικός εξοπλισμός, Σωστικά μέσα, Εξοπλισμός ασφαλείας
EL
αλεξίπτωτο
EL
Συσκευή κατασκευασμένη από λωρίδες λεπτού υφάσματος, που όταν ανοίγει παίρνει το σχήμα ομπρέλας και επιβραδύνει την πτώση ανθρώπων ή αντικειμένων που έχουν προσδεθεί σε αυτή, εξασφαλίζοντας την ομαλή προσγείωσή τους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Συσκευή κατασκευασμένη από λωρίδες λεπτού υφάσματος, που όταν ανοίγει παίρνει το σχήμα ομπρέλας και επιβραδύνει την πτώση ανθρώπων ή αντικειμένων που έχουν προσδεθεί σε αυτή, εξασφαλίζοντας την ομαλή προσγείωσή τους Greek Open Multilingual WordNet
Το αλεξίπτωτο είναι συσκευή που περιορίζει την ταχύτητα πτώσης ενός σώματος στην ατμόσφαιρα. Wikipedia
τεχνική συσκευή, η οποία χρησιμοποιεί την αντίσταση του αέρα για επιβράδυνση Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations
Wikipedia Translations