bn:00084970v
Verb Concept
EL
αλεξίπτωτο
EL
Αναπτυσσόμενη, υφασμάτινη συσκευή σε σχήμα ομπρέλας, με σχοινιά που καταλήγουν σε σάκο με ιμάντες προσδέσεως, η οποία χρησιμεύει για να επιβραδύνει και, επομένως, να καθιστά ακίνδυνη την πτώση σώματος από τον αέρα προς το έδαφος (κυρίως ανθρώπου, αντικειμένου από αεροσκάφος) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αναπτυσσόμενη, υφασμάτινη συσκευή σε σχήμα ομπρέλας, με σχοινιά που καταλήγουν σε σάκο με ιμάντες προσδέσεως, η οποία χρησιμεύει για να επιβραδύνει και, επομένως, να καθιστά ακίνδυνη την πτώση σώματος από τον αέρα προς το έδαφος (κυρίως ανθρώπου, αντικειμένου από αεροσκάφος) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet