bn:00061006n
Noun Concept
EL
μονοπάτι
EL
(γενικότ.) στενός δρόμος σε βουνό, δάσος κ .λπ. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(γενικότ.) στενός δρόμος σε βουνό, δάσος κ .λπ. Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet