bn:00062115n
Noun Concept
EL
φράση  σύνολο  φράσεις
EL
(γλωσσολογία) ομάδα λέξεων σε μία πρόταση, που συνδέονται συντακτικά μεταξύ τους πιο στενά απ΄ ότι με άλλες λέξεις της πρότασης πρόκειται συνήθως για κύριο όρο της πρότασης σε συνδυασμό με τους προσδιορισμούς του Greek Open Multilingual WordNet
English:
grammar
linguistics
Definitions
Relations
Sources
EL
(γλωσσολογία) ομάδα λέξεων σε μία πρόταση, που συνδέονται συντακτικά μεταξύ τους πιο στενά απ΄ ότι με άλλες λέξεις της πρότασης πρόκειται συνήθως για κύριο όρο της πρότασης σε συνδυασμό με τους προσδιορισμούς του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations