bn:00062350n
Noun Concept
EL
περιστέρι
EL
Κοινή ονομασία για πολυάριθμα συγγενικά είδη πουλιών, με μέτριο σώμα και σχετικά μικρό κεφάλι, που ζουν κατά ζεύγη, άλλα άγρια και άλλα εξημερωμένα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κοινή ονομασία για πολυάριθμα συγγενικά είδη πουλιών, με μέτριο σώμα και σχετικά μικρό κεφάλι, που ζουν κατά ζεύγη, άλλα άγρια και άλλα εξημερωμένα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
Wikipedia Translations