bn:00062957n
Noun Concept
EL
παιχνίδι
EL
Η δραστηριότητα του να συμμετέχεις σε ένα παιχνίδι, σε ένα άθλημα ή σε κάποια άλλη ψυχαγωγία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η δραστηριότητα του να συμμετέχεις σε ένα παιχνίδι, σε ένα άθλημα ή σε κάποια άλλη ψυχαγωγία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet