bn:00091708v
Verb Concept
EL
παίζω  παίξει
EL
(ειδικότ.) ασχολούμαι ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά με ορισμένο άθλημα το οποίο προϋποθέτει τη συμμετοχή αντιπάλων, παίζω παιχνίδια, ασχολούμαι με σπορ Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
(ειδικότ.) ασχολούμαι ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά με ορισμένο άθλημα το οποίο προϋποθέτει τη συμμετοχή αντιπάλων, παίζω παιχνίδια, ασχολούμαι με σπορ Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations