bn:00062965n
Noun Concept
Categories: Παιχνίδια
EL
παιχνίδι  άθυρμα  toyline  παιχνίδια
EL
Το αντικείμενο με το οποίο παίζει κανείς Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
αντικείμενο
Definitions
Relations
Sources
EL
Το αντικείμενο με το οποίο παίζει κανείς Greek Open Multilingual WordNet
Με τον προσδιορισμό παιχνίδι ή παιγνίδι ονομάζονται τα αντικείμενα τα οποία δεν έχουν άμεσα πρακτική χρήση αλλά χρησιμοποιούνται για την φυσική δραστηριότητα του παιχνιδιού. Wikipedia
Αντικείμενο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για παιχνίδι Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations