bn:00060799n
Noun Concept
EL
παίκτης  μετέχων  παίχτης  συμμέτοχος
EL
Το πρόσωπο που συμμετέχει σε παιχνίδι (αθλητικό, τυχερό, ψυχαγωγικό) Greek Open Multilingual WordNet
English:
game
gaming
video games
Definitions
Relations
Sources
EL
Το πρόσωπο που συμμετέχει σε παιχνίδι (αθλητικό, τυχερό, ψυχαγωγικό) Greek Open Multilingual WordNet
Πρόσωπο που παίζει ένα παιχνίδι Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
OmegaWiki