bn:00092103v
Verb Concept
EL
προστατεύω  προφυλάσσω
EL
Με τα κατάλληλα μέσα απομακρύνω έναν κίνδυνο που απειλεί κπ. ή κτ., το( ν) προστατεύω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Με τα κατάλληλα μέσα απομακρύνω έναν κίνδυνο που απειλεί κπ. ή κτ., το( ν) προστατεύω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet