bn:00066790n
Noun Concept
EL
αναφορά
EL
Η σύνδεση ενός γλωσσικού στοιχείου, σε πρόταση ή κείμενο, με προηγούμενο ή και επόμενο στοιχείο, συνήθως με τη βοήθεια αντωνυμίας ή επιρρήματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η σύνδεση ενός γλωσσικού στοιχείου, σε πρόταση ή κείμενο, με προηγούμενο ή και επόμενο στοιχείο, συνήθως με τη βοήθεια αντωνυμίας ή επιρρήματος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet