bn:00031261n
Noun Concept
EL
εποχή  περίοδος
EL
Χρονική περίοδος που χαρακτηρίζεται από γεγονότα ή καταστάσεις με ιδιαίτερη σημασία Greek Open Multilingual WordNet
English:
timekeeping
date
popular music
Definitions
Relations
Sources