bn:00067117n
Noun Concept
Categories: Ανανεώσιμοι πόροι, Φυσικοί πόροι
EL
ανανεώσιμοι πόροι  ανανεώσιμος πόρος  Ανανεώσιμη πηγή
EL
Ένας ανανεώσιμος πόρος ή ανανεώσιμη πηγή είναι ένας οργανικός φυσικός πόρος που μπορεί να ανανεωθεί εν ευθέτω χρόνω συγκρινόμενος με τη χρήση, είτε μέσω βιολογικής αναπαραγωγής ή με άλλες φυσικά εμφανιζόμενες διεργασίες. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Ένας ανανεώσιμος πόρος ή ανανεώσιμη πηγή είναι ένας οργανικός φυσικός πόρος που μπορεί να ανανεωθεί εν ευθέτω χρόνω συγκρινόμενος με τη χρήση, είτε μέσω βιολογικής αναπαραγωγής ή με άλλες φυσικά εμφανιζόμενες διεργασίες. Wikipedia