bn:00067807n
Noun Concept
Categories: Διεθνές Δίκαιο, Έννοιες στην Ηθική, Δικαιώματα, Αστικό Δίκαιο
EL
δικαίωμα  δικαιώματα
EL
Η ελευθερία που αναγνωρίζεται από τον νόμο σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο να ενεργεί για την ικανοποίηση των συμφερόντων του Greek Open Multilingual WordNet
English:
law
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ελευθερία που αναγνωρίζεται από τον νόμο σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο να ενεργεί για την ικανοποίηση των συμφερόντων του Greek Open Multilingual WordNet
Ο όρος δικαίωμα αναφέρεται γενικά είτε σε ηθικό δικαίωμα, το οποίο θεμελιώνεται σε ηθικές αρχές, είτε σε νομικό δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται από το νόμο. Wikipedia
Θεμελιώδεις νομκές, κοινωνικές, ή ηθικές αρχές ελευθερίας σύμφωνα με νομικό σύστημα, κοινωνική σύμβαση ή ηθική θεωρία Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikidata Alias
WordNet Translations
Wikipedia Translations