bn:00068283n
Noun Concept
Categories: Φαρμακευτικά φυτά, Αρωματικά φυτά, Καλλωπιστικά φυτά, Ροδοειδή, Άνθη
EL
τριανταφυλλιά  τριαντάφυλλο  ροδή  Ρόδο
EL
Θαμνώδες καλλωπιστικό φυτό με αγκαθωτό βλαστό ,του οποίου τα άνθη έχουν ωραία μυρωδιά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources