bn:00044200n
Noun Concept
EL
καρπός της αγριοτριανταφυλλιάς  κυνόροδο  συγκάρπιο τριανταφυλλιάς  αγριοτριανταφυλλιάς  τριαντάφυλλο ισχίου
EL
Ο καρπός της τριανταφυλλιάς Greek Open Multilingual WordNet
English:
botany
Definitions
Relations
Sources