bn:00069875n
Noun Concept
Categories: Μηχανικά εργαλεία χειρός
EL
κατσαβίδι  κατσαβίδια
EL
Μικρό εργαλείο με το οποίο βιδώνουμε ή ξεβιδώνουμε βίδες, προσαρμόζοντας την πεπλατυσμένη ακμή στην οποία καταλήγει το μεταλλικό του στέλεχος στην εγκοπή της βίδας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρό εργαλείο με το οποίο βιδώνουμε ή ξεβιδώνουμε βίδες, προσαρμόζοντας την πεπλατυσμένη ακμή στην οποία καταλήγει το μεταλλικό του στέλεχος στην εγκοπή της βίδας Greek Open Multilingual WordNet
Το κατσαβίδι είναι ένα εργαλείο για την τοποθέτηση ή αφαίρεση βιδών. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Translations