bn:00070919n
Noun Concept
Categories: Καρχαρίες
EL
καρχαρίας  Σελαχίμορφα  καρχαρία  καρχαρίες
EL
Μεγάλο επιθετικό σαρκοβόρο ψάρι, με επίμηκες σώμα, χόνδρινο σκελετό και πριονωτά δόντια κάτω από το ρύγχος του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μεγάλο επιθετικό σαρκοβόρο ψάρι, με επίμηκες σώμα, χόνδρινο σκελετό και πριονωτά δόντια κάτω από το ρύγχος του Greek Open Multilingual WordNet
Ο καρχαρίας είναι ψάρι που ανήκει στην υπέρταξη σελαχίμορφα. Wikipedia
Υπέρταξη ψαριών Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
Wikipedia Translations